καθυβρίζω — καθύβρισα, καθυβρίστηκα, καθυβρισμένος, βρίζω κάποιον κατά το χειρότερο τρόπο: Έφυγα καθυβρισμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καθυβρίσας — καθυβρίσᾱς , καθυβρίζω treat despitefully aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) καθῡβρίσᾱς , καθυβρίζω treat despitefully aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθυβρίσασα — καθυβρίσᾱσα , καθυβρίζω treat despitefully aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) καθῡβρίσᾱσα , καθυβρίζω treat despitefully aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθυβρίσασαι — καθυβρίσᾱσαι , καθυβρίζω treat despitefully aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) καθῡβρίσᾱσαι , καθυβρίζω treat despitefully aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθυβρίσασι — καθυβρίσᾱσι , καθυβρίζω treat despitefully aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) καθῡβρίσᾱσι , καθυβρίζω treat despitefully aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθυβρίσασιν — καθυβρίσᾱσιν , καθυβρίζω treat despitefully aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) καθῡβρίσᾱσιν , καθυβρίζω treat despitefully aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατώ — και πατάω / πατῶ, έω και αιολ. τ. πάτημι, ΝΜΑ 1. έχω ή βάζω το πόδι μου πάνω σε κάτι, σε έναν τόπο ή σε ένα αντικείμενο (α. «πάτησα ένα καρφί» β. «χῶρος οὐχ ἁγνὸς πατεῑν», Σοφ.) 2. λεηλατώ, διαρπάζω, κυριεύω (α. «πατήσανε το κάστρο» β. «πόλιν...… … Dictionary of Greek
καθύβρισ' — καθύ̱βρισα , καθυβρίζω treat despitefully aor ind act 1st sg καθύ̱βρισο , καθυβρίζω treat despitefully plup ind mp 2nd sg καθύ̱βρισο , καθυβρίζω treat despitefully perf imperat mp 2nd sg καθύ̱βρισε , καθυβρίζω treat despitefully aor ind act 3rd… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)